- τράχαλος
- ὁ, Α(δωρ. τ.) βλ. τράχηλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… … Dictionary of Greek
trăgan — trăgán ( ne), s.n. – Adenită, mai ales la animale. Origine incertă. Se consideră drept der. din ngr. τράγανον cartilaj (Cihac, II, 707; Tiktin; Candrea; Gáldi, Dict., 263), dar semantismul nu apare clar. Poate a existat o confuzie cu ngr. θράϰα… … Dicționar Român